Jenny’s Rooftop-bar, μια γαστρονομική έκπληξη με θέα το αεροδρόμιο!

10 Ιανουαρίου 2024
Θάλεια Τσιχλάκη
Η Θάλεια Τσιχλάκη επισκέπτεται το γοητευτικό, νέο εστιατόριο στο roof-top του Sofitel Athens Airport και καταγράφει τις εντυπώσεις της.
  • JENNY’S ROOFTOP-BAR, ΜΙΑ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΗ ΕΚΠΛΗΞΗ ΜΕ ΘΕΑ ΤΟ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ! | Κριτικές Εστιατορίων
7.0
Ατμόσφαιρα:
Εξυπηρέτηση:
Κάβα:
3.5 / 5.0
3.5 / 5.0
3.5 / 5.0
Τύπος:
Ποιότητα:
Κουζίνα:
Casual & Chic
Μοντέρνα
Ελληνική

«Αφού σου αρέσει τόσο να βλέπεις τα αεροπλάνα να απογειώνονται, μήπως θέλεις να πάμε στο Jenny’s για φαγητό;» με ρώτησε τις προάλλες ένας φίλος που θα βρισκόταν μόνο για λίγες ώρες στην Αθήνα. Η πρόταση του με δελέασε, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω αν, πέρα από τη χαρά να τον συναντήσω, το επιπλέον κίνητρο ήταν η μαγειρική πρόταση ή η θέση του εστιατορίου.

Ανήκω, βλέπετε, σε αυτούς που επιμένουν πως στα κομβικά από τουριστικής άποψης σημεία της χώρας οφείλουμε να σερβίρουμε ελληνική κουζίνα, αλλά και σ’ αυτούς που λατρεύουν τα αεροδρόμια και ιδίως τις σκοτεινές πίστες τους τη νύχτα με τα αλλόκοσμα, προειδοποιητικά φωτάκια που αναβοσβήνουν, θαρρείς, για να σε ξεσηκώσουν για να ταξιδέψεις. Βέβαια, πριν πολλά χρόνια πήγαινα συχνά για φαγητό στο rooftop του Sofitel Athens Airport – που τότε λεγόταν «Καράβι» – οπότε σίγουρα, θα συνέτειναν και κάποιες, καλές μου αναμνήσεις.

Από την άλλη, με είχε παρακινήσει και ο Αλέξανδρος Παπανδρέου, ενημερώνοντας με – από τη θέση του ως executive chef και υπεύθυνος του όλου concept – πως για τις παραμέτρους αυτού του ελληνικού μενού, εκτός από τους executive chefs Παναγιώτη Γιακαλή και Πέτρο Φωτείνη και τον chef de cuisine, Θεόδωρο Υψηλό, συνεργάστηκε και ο executive chef του Sofitel Athens Airport Θεοφάνης Στάθης, ο executive sous-chef Δημήτρης Δήμτσος  και ο executive chef του Ομίλου Μήτση Δημήτρης Στειακάκης. Δεν σας κρύβω, βέβαια, πως πέρασε από το μυαλό μου εκείνη η παροιμία με τους πολλούς κοκόρους και το ξημέρωμα που αργεί. Εντούτοις επειδή πιστεύω πως το μεγαλύτερο «αμάρτημα» στη δουλειά μας είναι να επισκέπτεται κανείς ένα εστιατόριο προαποφασισμένος για το τι πρόκειται να δει και τι πρόκειται να γευτεί, πήγα tabula rasa, με καθαρό μυαλό, μην επιτρέποντας να με επηρεάσει το παραμικρό.

Και οι ευχάριστες εκπλήξεις με περίμεναν με το που βγήκα από το ασανσέρ. Με γοήτευσε που ο χώρος απέπνεε τον καταλανικό μοντερνισμό των κτιρίων του Antoni Gaudí, ο οποίος αναμειγνύοντας διάφορες διακοσμητικές τέχνες συνέθετε fractal σύνολα. Το ένιωσα, χωρίς να γνωρίζω καν ποιος σχεδίασε τη σάλα του κομψού sky-high dining όπου θα δειπνούσα∙ και όντως τη σχεδίασε ένας Καταλανός, ο διάσημος αρχιτέκτων- διακοσμητής Lázaro Rosa Violán.

Διασχίζοντας τον εντυπωσιακό χώρο, επιλέξαμε ένα τραπέζι κοντά στο μπαρ, από το οποίο είχα και θέα στην πίστα, όπως ήθελα. Συνειρμικά, η στιγμή καλούσε για ένα Aviation. Όμως ο head bartender, Βασίλης Ροΐδης, μου αντιπρότεινε το Ariose ένα πιο smooth (και «μελωδικό», σύμφωνα με το όνομα του) κοκτέιλ από την πολύ ενδιαφέρουσα λίστα του Χρήστου Χουσέα, με apricot, vermouth Veroni bianco και pink grapefruit.

Η επιλογή μιας απλής, αλλά καλοφτιαγμένης σαλάτας με baby leaves, πίκλα αχλαδιού και προσούτο Ευρυτανίας, αρωματισμένη με πικάντικη σάλτσα λεμονιού άνοιξε ευχάριστα το δείπνο. Δοκιμάζοντάς την μου ήρθαν στο νου όλα όσα λέγονται από εγχώριους επαγγελματίες της γεύσης που συνήθως, απαξιώνοντας τη σημασία της σαλάτας, αρνούνται ακόμα και να την παραγγείλουν για να την αξιολογήσουν. Κι όμως αυτά «τα μικρά και τα ασήμαντα» αποκαλύπτουν τα ταλέντα του μάγειρα. Η σαλάτα λειτουργεί ως δείκτης της φαντασίας του και της συνθετικής του δεινότητας, αλλά συγχρόνως αποδεικνύει κατά πόσο αυτός που τη συνέθεσε έχει ή δεν έχει αίσθηση του μέτρου. Προς επίρρωση της σκέψης μου, παραθέτω και μια παλιά, γαλλική παροιμία που λέει ότι «για την επιτυχία μιας σαλάτας χρειάζονται τέσσερις: ένας τσιγκούνης για να ρίξει το ξίδι, ένας άσωτος για τη λαδώσει, ένας σοφός για να την αλατίσει και ένας τρελός για να την ανακατέψει».

Τα παραδοσιακά μας κεφτεδάκια – φαγητό επιτομή του ελληνικού comfort και ταυτόχρονα πιάτο παγίδα∙ πολλοί το σερβίρουν, λίγοι καταφέρνουν να το πετύχουν – ήρθαν αφράτα και ζουμερά, εσωτερικά, κι απέξω τραγανά μαζί με μια σάλτσα ντομάτας, πασπαλισμένα με γραβιέρα Κρήτης και πικάντικη μαγιονέζα, στοιχεία που τα έκαναν πραγματικά λιχούδικα. Σε άλλο ύφος, πιο σοφιστικέ, τα «καλαμάκια» χταποδιού – πλοκάμια κομμένα σε λεπτές ροδέλες, περασμένα σε μεταλλικές σούβλες – τρυφερά, αλλά με ωραία μαστιχωτό δάγκωμα, που συνοδεύονταν επίσης από μια πικάντικη μαγιονέζα και ψιλοκομμένα πατατάκια «άχυρο» ήταν εξ ίσου λιμπιστικά. Το τέταρτο πιάτο, τα σπανακοπιτάκια, σαν μικρές gyoza (ως προς τη ζύμη τους) που ήρθαν σερβιρισμένα πάνω σε μια κρέμα παρμεζάνας φανέρωνε ακόμα περισσότερο τη διάθεση των σεφ να δώσουν μια πιο σύγχρονη εκδοχή της κουζίνας μας, διατηρώντας όμως την ταυτότητά της ακέραιη.


Τα κύρια πιάτα ένα φίνο χριστόψαρο φρικασέ με λαχανικά εποχής και πουρέ σελινόριζας και ένα στιβαρό αρνίσιο κότσι σιγομαγειρεμένο σε σπιτική σάλτσα τομάτας, που συνοδεύεται από ξινό τραχανά αποκάλυψαν ξεκάθαρα τις δεξιότητες του head chef Θεόδωρου Υψηλού ως προς τη διαχείριση της πρώτης ύλης του, αλλά και την ικανότητά του να τονίσει τον στιβαρό χαρακτήρα του αρνιού και του τραχανά, χωρίς να ξεφύγει από το εστιατορικό πλαίσιο.

Αν και δεν επιλέγω ποτέ brownies ως επιδόρπιο, η εκδοχή τους με τα μπαχαρικά, την κρέμα πικρής σοκολάτας και την crème brulée πορτοκάλι ήταν πραγματικά μια ευχάριστη έκπληξη για μένα και ένα καλό σκαλοπάτι για να περάσω στο Negroni που είχα βάλει στο μάτι εξαρχής. Μπορεί το κοκτέιλ αυτό να είναι η πεμπτουσία των aperitivi, όμως, θεωρώ ότι μπορεί άνετα να παραγγείλει κανείς το Have a Negroni του Jenny’s Rooftop bar ως digestive, καθώς είναι «χτισμένο» σε μια βάση από tequila 100% Agave Reposado και συνδυάζεται με το Dopo Teatro Vermouth Amaro – το ιδιαίτερο «βραδινό βερμούτ» (vermouth della sera) του οίκου Cocchi – γιατί είναι πολύ πιο πικρό, καθώς συνδυάζει το ραβέντι, τον φλοιό του πικρόξυλου, τον φλοιό της κινγχόνης και τη νεροϊτιά, ενώ στο κρασί της βάσης του έχει προστεθεί και Barolo Chinato. Ο Χουσέας, μάλιστα τού έχει προσθέσει επιπλέον πικρές νότες με κόκκους καφέ και φύλλα ελιάς.

Υποπτεύομαι πως κάποιοι διαβάζοντας την τοποθεσία Σπάτα θα είπατε «Μα είναι τόσο μακριά!» και ίσως να με ακούσετε να σας απαντώ «Από που;». Γιατί όλα είναι σχετικά, εφόσον η απόσταση υπολογίζεται με γνώμονα το σημείο εκκίνησης. Ως γνωστόν οι foodies, στην ιδιαίτερη τους διάλεκτο κλείνουν το μάτι στο συνομιλητή τους με εκφράσεις του τύπου «άξιζε τη μετακίνηση» ή « άξιζε το ταξίδι». Λοιπόν, η σημερινή μου πρόταση αξίζει τη μετακίνηση μέχρι το Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών. Και μάλιστα θα προσθέσω πως παρά την μεγάλη ομάδα – της παροιμίας που προανέφερα – δεν άργησε καθόλου να ξημερώσει. Όλα δούλευαν ρολόι – χάρη βέβαια και στο εξαιρετικό σέρβις που εξασφάλισε η πολύ καλή ομάδα που συντονίζει με μαεστρία ο restaurant manager Γιώργος Ελευθερίου.

Η Κλίμακα της Βαθμολογίας
0 - 4
Κακό
4.5 - 5
Μέτριο
5.5
Αποδεκτό
6 - 6.5
Καλό
7 - 7.5
Πολύ Καλό
8 - 8.5
Εξαιρετικό
9 - 10
Άριστο
*«βελάκι-σύμβολο»: το βελάκι προς τα πάνω, δεξιά από τον βαθμό, αν εμφανίζεται, συμβολίζει εστιατόριο που είναι κοντά στο να ανέβει το επόμενο βαθμολογικό σκαλοπάτι.
Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση

MOET