Στη Φωτιά: η ταινία και μια συνέντευξη με τον Pierre Gagnaire

10 Νοεμβρίου 2023
Θάλεια Τσιχλάκη
Η Θάλεια Τσιχλάκη καταγράφει τις εντυπώσεις από μια από τις σπουδαιότερες "γαστρονομικές" κινηματογραφικές ταινίες που έκανε πρεμιέρα χθες και συνομιλεί με τον μεγάλο Pierre Gagnaire που την επιμελήθηκε γαστρονομικά.
  • ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ: Η ΤΑΙΝΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ PIERRE GAGNAIRE | Θέματα

ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ | La Passion De Dodin Bouffant

Σκηνοθεσία: Trần Anh Hùng, 2023 Διανομή: ROSEBUD.21

Πρωταγωνιστούν: Juliette Binoche και Benoît Magimel. Γαστρονομικός σύμβουλος: ο σεφ Pierre Gagnaire

Κανονίστε να έχετε από πριν κλείσει τραπέζι. Είναι βέβαιο ότι κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος Η Ζωή και το Πάθος του Ντοντέν Μπουφάν δεν θα σας γοητεύσει απλώς, θα σας ανοίξει την όρεξη για αληθινή γαλλική κουζίνα.

Από την πρώτη κιόλας σκηνή που θα δείτε τη γοητευτική Ζυλιέτ Μπινός να ερμηνεύει το ρόλο της μαγείρισσας Εζενί και τη βοηθό της, Βιολέτ, να μαζεύουν λαχανικά, σαλάτες, μυριστικά και βολβούς στο λαχανόκηπο. Η κάμερα πιάνει την κίνησή τους σαν να ήταν χορογραφία σ’ έναν περιορισμένο χώρο. Τις ακολουθεί, αργά, σα να σέβεται τους χρόνους της κουζίνας, να αδειάζουν τα καλάθια τους στο τραπέζι της κουζίνας και να μαγειρεύουν, πότε στην πυροστιά και πότε στον μαντεμένιο φούρνο. Απέναντί της ο Μπενουά Μαζιμέλ, που υποδύεται τον Ντοντέν Μπουφάν, σύντροφο και συνομιλητή της μαγείρισσας, σ’ έναν υπαινικτικά ερωτικό διάλογο, συνταγών και υλικών. Τρία άτομα δουλεύουν, σχεδόν αθόρυβα, με ήπιο ρυθμό, πειθαρχία, αλλά και τέλειο συντονισμό. Και αντί για μουσική ακούγονται να ηχούν μαχαίρια και μπαλτάδες, να κοχλάζουν οι κατσαρόλες… κι εμείς, οι θεατές, μυρίζουμε ζωμούς, αφουγκραζόμαστε τη ζύμη που φουσκώνει, το βούτυρο να τσιτσιρίζει στο τηγάνι για να ψηθούν στην εντέλεια τα κρέατα…

Εκατόν σαράντα πέντε λεπτά λατρευτικής μαγειρικής – και έρωτα – ήταν, όπως διαπιστώσαμε, υπεραρκετά για να επιβεβαιώσουν ότι η υπεροχή της γαλλικής κουζίνας δεν στηρίζεται απλώς στις πολυσυζητημένες τεχνικές της.

Ο σκηνοθέτης Τραν Αν Χούνγκ μας δίνει το χρόνο να αντιληφθούμε από την πρώτη κιόλας στιγμή, βοηθούντος και του εξαιρετικού σεφ - και γαστρονομικού συμβούλου του, Pierre Gagnaire, πως η κουζίνα αυτή βασίζεται στο σεβασμό και στην ποιότητα της πρώτης ύλης. Ορίζεται όμως, όπως λέει ο Πιέρ Γκανιέρ, από την αγάπη που βάζουν οι μάγειρες στο φαγητό τους – και από εκείνο το κάτι που ονομάζει «ψυχή της γεύσης».

Η ιστορία εκτυλίσσεται στη γαλλική επαρχία, κάπου στην κοιλάδα του Λίγηρα, στα τέλη του 19ου αιώνα, παρακολουθεί την καθημερινότητα της ζωής του γαστρονόμου Ντοντέν Μπουφάν και της Εζενί, της εξαιρετικής του μαγείρισσας. Η ζωή για το Ντοντέν Μπουφάν, που είναι ένας εκλεπτυσμένος και εύπορος πρώην νομικός και λόγιος, κυλάει ανάμεσα στην κουζίνα και την τραπεζαρία της αγροικίας του, όπου γίνονται δεκτοί μόνο τέσσερις φίλοι του, οι οποίοι έχουν περάσει, επιτυχώς, όλες τις δοκιμασίες του τρώγειν και πίνειν, εντέχνως. O Μπουφάν, όμως, λάμπει και στα τραπέζια των ευγενών καθώς κατέχει τον τρόπο να δημιουργεί ψυχική ανάταση, ακόμα και με ένα «απλό» βραστό (pot-au-feu). Αλλά επειδή δεν υπάρχει παράδεισος σε αυτή τη γη, μια αποφράδα μέρα η Εζενί Σατάγνι, η ταλαντούχα και πιστή του μαγείρισσα, η μόνη που ήταν ικανή να τον κατανοεί, να ακολουθεί και να προνοεί για τις πιο λεπτές επιθυμίες του αφεντικού της, πεθαίνει. Τότε ξεκινάει μια απεγνωσμένη αναζήτηση για το «αστέρι» της μαγειρικής που θα μπορέσει να τη διαδεχτεί αντάξια.


Το σενάριο της ταινίας είναι βασισμένο στο βιβλίο Το Πάθος του Ντοντέν Μπουφάν (La Passion de Dodin Bouffant), που εκδόθηκε το 1924. Ο συγγραφέας του ήταν ένας γαστρονόμος, ποιητής και μυθιστοριογράφος, ελβετικής καταγωγής, ο Μαρσέλ Ρουφ (Marcel Rouff). Η ιστορία του φαίνεται να βασίζεται στη ζωή του Brillat-Savarin και καθώς ο ίδιος ήταν φίλος του Curnonsky*, ο χαρακτήρας που δημιούργησε, εκφράζει με εμβληματικό τρόπο το πνεύμα της γαλλικής γαστρονομίας.

*Ο Curnonsky ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας, κριτικός γεύσης και λάτρης της γαστρονομίας και ένας από τους ιδρυτές της Ακαδημίας Γαστρονόμων.


Συνέντευξη με τον Pierre Gagnaire

Ποιο είναι το μήνυμα που μεταφέρει στο θεατή αυτή η ταινία;

P. G. Η ταινία μιλάει για τον έρωτα και τη μαγειρική ή, πιο σωστά, για τη σχέση δυο ανθρώπων που ενώθηκαν χάρη στον κοινό τους έρωτα για τη μαγειρική. Η ταινία αποτυπώνει, σ’ ένα δεύτερο, αδιόρατο, επίπεδο, το διάσημο έρωτα του σκηνοθέτη Tran Anh Hung, για τη γυναίκα του – σ. σ. η Tran Nu Yen Khe, ηθοποιός και σκηνογράφος, ήταν η μούσα του σκηνοθέτη στις τρεις πρώτες διάσημες ταινίες του. Για μένα, το νόημα της συνοψίζεται σε δυο φράσεις που θα ακούσετε κατά τη διάρκεια της ταινίας. Αφενός στο «Ευτυχία είναι να συνεχίσεις να επιθυμείς αυτό που ήδη έχεις»…

Ο έρωτας είναι το προφανές, αλλά προς το τέλος προς το τέλος της ταινίας την ώρα που ο Ντοντάν δοκιμάζει και αναλύει τα πιάτα της νέας μαγείρισσας, διάφορα «νεωτερικά σημάδια», για παράδειγμα το αγγούρι, ως φρέσκο στοιχείο σε ένα πιάτο που είναι ήδη μαγειρεμένο, κλασικά, μου έδωσαν την εντύπωση ότι προαναγγέλλουν τον ερχομό της νέας γαλλικής κουζίνας. Είναι σαν να καθρεφτίζεστε εσείς εκεί…  Είναι όντως έτσι ή κάνω λάθος;

P. G. Σωστά, πολύ σωστά το εντοπίζετε γιατί ακόμα και η ταινία αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο της γαλλικής κουζίνας, μπορεί να πει κανείς ότι, υπαινικτικά, «προαναγγείλει» το μέλλον. Αφού επέλεξαν εμένα για αυτόν το ρόλο, επέλεξα κι εγώ να υποδυθώ τον εαυτό μου, να είμαι απλά… εγώ. Και προσπάθησα να δώσω στον κόσμο να καταλάβει ότι η μαγειρική δεν είναι μόνο τεχνική, είναι έκφραση αγάπης. Αυτή την επιθυμία μεταφέρει η ταινία αυτή. Προσεγγίζει το φαγητό ως δράση, παρακολουθεί τα βήματα του μαγειρέματος, εκφράζει το συναίσθημα της κάθε μαγειρικής «χειρονομίας», καλώντας τους θεατές να νιώσουν πως βρίσκονται σε μια αληθινή κουζίνα. Η ταινία έγινε με πολλή ειλικρίνεια, από μια ομάδα που όλοι τα πήγαιναν πολύ καλά μεταξύ τους, που όλοι ήταν σε μια κατάσταση συνεχούς χαράς και μεγάλης πληρότητας.

Δίνατε την εντύπωση ότι υπήρχε σύμπνοια ανάμεσα σε εσάς και τον σκηνοθέτη. Περνούσε ένα μήνυμα ότι ταυτιζόσασταν και αυτή η συνοχή μεταξύ σας δημιουργούσε την εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης έμπαινε στη θέση του σεφ και ο σεφ στη θέση του σκηνοθέτη. Για πρώτη φορά που αισθάνθηκα ότι βλέπω αληθινή μαγειρική σε ταινία.

P. G. Ισχύει, καταλαβαινόμασταν πολύ καλά με τον σκηνοθέτη. Γιατί πέρα από την τη σχέση του γαστρονόμου με τη μαγείρισσά του, κατά τη διάρκεια της ταινίας «γεννήθηκε» και ανάμεσά μας μια σχέση αλληλοσεβασμού και αυτή αποτυπώθηκε στη λεπτότητα με την οποία αντιμετώπισε τη γαστρονομία ο Τραν Αν Χούνγκ.

Παρακολουθώντας τους ρυθμούς του μαγειρέματος μού γεννήθηκε η απορία πως καταφέρατε να ισορροπήσετε ανάμεσα στον πραγματικό χρόνο μιας κουζίνας, ο οποίος δεν επιδέχεται διακοπές και πισωγυρίσματα και στον εικονικό και διακεκομμένο χρόνο του γυρίσματος;

P. G. Δουλέψαμε πολύ, μαζί με τον Michel Nave, σεφ και συνεργάτη μου για χρόνια στις κουζίνες. Χρειάστηκαν αρκετά καρέ αρνιού μέχρι να επιτευχθεί τέλειο ψήσιμο, ακριβώς τη στιγμή έπρεπε να γίνει η λήψη. Δεν αρκούσε να είναι καλό, έπρεπε πάνω απ’ όλα να είναι πολύ καλό και να αποτυπώνεται η γεύση του στην εικόνα. Χρειάστηκε, βέβαια, να φιλμάρουμε τις κινήσεις μας για να τις μιμηθούν οι ηθοποιοί ώστε να μπορέσουν να υποδυθούν τον μάγειρα. Για αυτό μοιάζει ότι μαγειρεύουν αληθινοί μάγειρες. Και αυτό είναι το δεύτερο μήνυμα της ταινίας: «Χρειάζεται κουλτούρα και μνήμη για να κατακτήσει κανείς τη γεύση».  Το ζητούμενο ήταν να βλέπει και να μυρίζει το κοινό τα πιάτα και αυτά να δημιουργούν τη συγκίνηση που νιώθουμε όλοι μας όταν βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ωραίο πιάτο. Θέλαμε η εικόνα να γεννάει την ίδια, συγκίνηση που δημιουργούμε και στα εστιατόριά μας. Και πάνω από όλα θέλαμε τα φαγητά να αποπνέουν πολλή αγάπη.

Η σκηνή που ο Ντοντέν μαγειρεύει για την Εζενί ήταν έντονη, δημιουργούσε την εντύπωση ότι ο έρωτας του περνούσε διαμέσου της μαγειρικής του. Πως το πέτυχατε αυτό;

P. G. Ο σκοπός ήταν όλα, ακόμα και ο τρόπος που δοκιμάζει τα πιάτα της, να παραπέμπουν στα προκαταρκτικά παιχνίδια του έρωτά τους. Χωρίς τις τεχνικές η μαγειρική δεν υφίσταται, αλλά για μας δεν είναι απλώς μια τέχνη είναι αγάπη και χωρίς αγάπη δεν θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε, ούτε να δημιουργήσουμε ή να διαρκέσουμε. Η αγάπη είναι το κλειδί για όλα, αυτή μας κάνει να θέλουμε να ευχαριστήσουμε τον κόσμο μας. Αλλά πέρα από τους πελάτες μας, προσπαθώ να μεταδώσω το συναίσθημα της αγάπης και στους νέους ανθρώπους που έρχονται να δουλέψουν κοντά μας. Είναι πολύ απλό – και, αφού γνωρίζετε τη δουλειά μου, γνωρίζετε ότι εδώ και πενήντα χρόνια αγωνίζομαι να εξηγήσω στους νέους που είναι δίπλα μου ότι η δουλειά μας μπορεί να είναι ευτυχία. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που πιστεύουν ότι η ζωή ξεκινά μετά τη δουλειά. Πιστεύω ότι η δουλειά μπορεί να είναι μια έκφραση της ζωής μας.

Γιατί επιλέχθηκε η ταινία αυτή για να εκπροσωπήσει τη Γαλλία στα Όσκαρ; Ποιος ήταν ο στόχος και κατά πόσο αυτό θα βοηθήσει τη γαλλική γαστρονομία να γίνει κατανοητή από το σημερινό κοινό;

P. G. Η μαγειρική, στον πυρήνα της, δεν είναι απαραίτητα μια τέχνη. Ο Τραν Αν Χουνγκ ήρθε σε μένα αναζητώντας, κάτι παραπάνω από τις γαστρονομικές μου συμβουλές. Έψαχνε την ψυχή που κάνει τη μαγειρική να μεταμορφώνεται, με μαγικό τρόπο, σε τέχνη. Στην ουσία αυτή η τέχνη επιλέχθηκε για να εκπροσωπήσει τη Γαλλία στα Όσκαρ. Η ταινία αποτελεί, εμμέσως, το αφήγημα της γαλλικής γαστρονομίας.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση